σωματικός

σωματικός
σωμᾰτ-ικός, ή, όν,
A of or for the body, bodily, opp.

ψυχικός, ἔργα Arist.EN1101b33

; πάθη ib. 1173b9; ἡδοναί ib.1104b5; τὰ σ. ἡδέα ib.1152a5;

πόνοι SIG708.11

(Istropolis, ii B.C.);

ἐργασίαι PFay.21.10

(ii A.D.);

ἀσθένεια BGU 1773.13

(i B.C.), PFlor.51.5 (ii A.D.).
2 bodily, corporeal, opp. ἀσώματος, Arist. de An.404b31, cf. Metaph.987a4, Ph.214a12, Ti. [dialect] Locr.96a; σ. ἐποίησαν τὰ δώδεκα ζῴδια κατὰ τὰ μέλη τοῦ ἀνθρώπου gave somatic application (cf.

μελοθεσία 1.1

) to . . , Rhetor.in Cat. Cod.Astr.1.143: [comp] Comp.

-ώτερος Thphr.CP1.14.3

: [comp] Sup. [suff] σωμᾰτ-ώτατος Id.Sens.37. Adv. -κῶς corporeally, Ph.1.484, Ep.Col.2.9, Plu.2.424e;

ἀργυρικῶς ἢ σ. κολασθήσεται OGI664.17

(Egypt, iii A.D.): Astrol. -κῶς, opp. 'in aspect', Ptol.Tetr.52, 132, 147: [comp] Comp.

-ώτερον S.E.P.1.7

.
3 forming a corpus,

αἱ σποράδην καὶ οὐ σ. ζητήσεις D.L.7.198

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σωματικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σωματικός — ή, ό / σωματικός, ή, όν, ΝΜΑ [σώμα, σώματος] 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στο σώμα (α. «σωματική διάπλαση» β. «σωματικαὶ ἐργασίαι», πάπ. γ. «πόνοι σωματικοί», επιγρ. δ. «σωματικὰ ἔργα», Αριστοτ.) 2. αυτός που έχει σωματική, υλική… …   Dictionary of Greek

  • σωματικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που αναφέρεται στο σώμα: Έχει καλή σωματική διάπλαση. – Του έκαναν σωματική έρευνα. – Του προκάλεσαν σωματικές βλάβες. 2. υλικός: Υπέταξε τη σωματική φύση στην πνευματική και ηθική …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σωματικά — σωματικός of neut nom/voc/acc pl σωματικά̱ , σωματικός of fem nom/voc/acc dual σωματικά̱ , σωματικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σωματικώτερον — σωματικός of adverbial comp σωματικός of masc acc comp sg σωματικός of neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σωματικωτέραις — σωματικός of fem dat comp pl σωματικωτέρᾱͅς , σωματικός of fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σωματικωτέρων — σωματικός of fem gen comp pl σωματικός of masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σωματικῶν — σωματικός of fem gen pl σωματικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σωματικόν — σωματικός of masc acc sg σωματικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σωματικώτατα — σωματικός of adverbial superl σωματικός of neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σωματικώτατον — σωματικός of masc acc superl sg σωματικός of neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”