σωματικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωματικός — ή, ό / σωματικός, ή, όν, ΝΜΑ [σώμα, σώματος] 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στο σώμα (α. «σωματική διάπλαση» β. «σωματικαὶ ἐργασίαι», πάπ. γ. «πόνοι σωματικοί», επιγρ. δ. «σωματικὰ ἔργα», Αριστοτ.) 2. αυτός που έχει σωματική, υλική… … Dictionary of Greek
σωματικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που αναφέρεται στο σώμα: Έχει καλή σωματική διάπλαση. – Του έκαναν σωματική έρευνα. – Του προκάλεσαν σωματικές βλάβες. 2. υλικός: Υπέταξε τη σωματική φύση στην πνευματική και ηθική … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σωματικά — σωματικός of neut nom/voc/acc pl σωματικά̱ , σωματικός of fem nom/voc/acc dual σωματικά̱ , σωματικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωματικώτερον — σωματικός of adverbial comp σωματικός of masc acc comp sg σωματικός of neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωματικωτέραις — σωματικός of fem dat comp pl σωματικωτέρᾱͅς , σωματικός of fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωματικωτέρων — σωματικός of fem gen comp pl σωματικός of masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωματικῶν — σωματικός of fem gen pl σωματικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωματικόν — σωματικός of masc acc sg σωματικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωματικώτατα — σωματικός of adverbial superl σωματικός of neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωματικώτατον — σωματικός of masc acc superl sg σωματικός of neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)